1 εκλεαινω
(τὰς ῥυτίδας Plat.)
(λίθον Diod.)
(ὁδόν Plut.)
(τὰ φαντάσματα καὴ τὰ κινήματα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > εκλεαινω